κύστεις

κύστεις
κύστις
bladder
fem nom/voc pl (attic epic)
κύστις
bladder
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εχινοκοκκίαση — Νόσος που οφείλεται στη μόλυνση του ανθρώπινου οργανισμού από τα αβγά της ταινίας του εχινόκοκκου (βλ. λ.), τα οποία βρίσκονται στον οργανισμό και στα περιττώματα του σκύλου. Τα αβγά εκκολάπτονται στο έντερο του ανθρώπου. Τα έμβρυά τους τρυπούν… …   Dictionary of Greek

  • πολυκυστικός — ή, ό, Ν ιατρ. 1. αυτός που έχει πολλές κύστεις ή αφορά σε πολλές κύστεις 2. φρ. «πολύκυστική νόσος τών νεφρών» ιατρ. συγγενής ανωμαλία κατά την οποία παρατηρούνται πάμπολλες ευμεγέθεις κύστεις στον έναν ή και στους δύο νεφρούς. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • υδατιδικός — ή, ό, Ν [υδατίδα] ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις υδατίδες κύστεις 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει υδατίδες κύστεις 3. φρ. «υδατιδικός τρόμος» ιατρ. χαρακτηριστικό αίσθημα δόνησης, αντιληπτό κατά την ψηλάφηση υδατίδας κύστης ύστερα από… …   Dictionary of Greek

  • ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • εγκλυδάζομαι — ἐγκλυδάζομαι (Α) (για κύστεις και αποστήματα) παρουσιάζω κλυδασμό, φουσκώνω σαν το κύμα …   Dictionary of Greek

  • εγκλυδαστικός — ἐγκλυδαστικός, ή, όν (Α) (για κύστεις) αυτός που παρουσιάζει κλυδασμό …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • κνιδόζωα — Φύλο υδρόβιων μεταζώων, σχεδόν αποκλειστικών θαλάσσιων, με ακτινωτή συμμετρία, τα οποία είτε ζουν μόνα τους είτε είναι οργανωμένα σε αποικίες, στην επιφάνεια της θάλασσας ή προσκολλημένα στο έδαφος. Από εξελικτική άποψη, τα κ. βρίσκονται σε… …   Dictionary of Greek

  • λάμβλια — η ζωολ. ζωομαστιγοφόρο παράσιτο τού εντέρου τού ανθρώπου και άλλων θηλαστικών που σχηματίζει ωοειδείς κύστεις και μπορεί να γίνει παθογόνο, ιδίως σε μικρά παιδιά και εξασθενημένα άτομα, προκαλώντας τη λαμβλίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”